- ατέκμαρτος
- -η, -ο (Α ἀτέκμαρτος, -ον)αυτός που δεν τεκμαίρεται, που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστείαρχ.1. (για πρόσωπα) αβέβαιος, ασταθής2. απεριόριστος, άπειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τεκμαίρομαι < τέκμαρ, το «όριο, τέρμα, ορισμένο σημείο»].
Dictionary of Greek. 2013.